- μιμηλῶς
- μῑμηλῶς , μιμηλόςimitativeadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιμηλός — μιμηλός, ή, όν (Α) 1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός 2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ απομίμηση. επίρρ... μιμηλῶς (Μ) μιμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, σφριγ ηλός)] … Dictionary of Greek